- σημαδεύω
- ΝΜΑ [σημάδι(ον)] νεοελλ.1. τοποθετώ διακριτικό σημάδι για αναγνώριση ή υπενθύμιση, επισημαίνω (α. «σημάδεψα τον δρόμο» β. «σημαδεύω πού θα φυτευθούν τα δέντρα»)2. στρέφω το όπλο ή οτιδήποτε άλλο προς έναν στόχο, σκοπεύω («σημάδεψέ με στην καρδιά»)3. καθιστώ κάποιον ανάπηρο, προκαλώ σε κάποιον σωματικό ελάττωμα, ως γνώρισμα τής κακίας του (α. «να σέ σημαδέψει ο θεός» β. «άλλους εσημαδέψασι κι άλλους εθανάτωσα», Ερωτόκρ.)4. (στην Κρήτη) ανταλλάσσω δαχτυλίδια, αρραβωνιάζομαι («είναι σημαδεμένος» — είναι αρραβωνιασμένος)5. προκαλώ μόνιμα ψυχικά τραύματα σε κάποιον («οι κακουχίες σημάδεψαν την ζωή του»)6. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σημαδεμένος, -η, -οα) αυτός στον οποίο έχει τοποθετηθεί διακριτικό σημείοβ) αυτός που φέρει σημάδι από αρρώστια, από χτύπημα, από τραύμα ή άλλη αιτίαγ) ανάπηρος, σακάτηςμσν.-αρχ.ανταλλάσσω.
Dictionary of Greek. 2013.